απροβλεψία

απροβλεψία
η
έλλειψη προβλεπτικότητας, απρονοησία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απρόβλεπτος — η, ο επίρρ. α αυτός τον οποίο δεν πρόβλεψε ή δεν μπορούσε να προβλέψει κανείς: Την περασμένη βδομάδα είχαμε απρόβλεπτες πολιτικές εξελίξεις. Ουσ. απροβλεψία, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”